περίδοτο

περίδοτο
το, Ν
(ορυκτ.) διαφανής πράσινη ή κιτρινοπράσινη ποικιλία τού ολιβίνη, η οποία αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. πολύτιμος ολιβίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. peridot < αρχ. γαλλ. peritot].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιδοτίτης — ο, Ν (ορυκτ.) χονδρόκοκκο σκοτεινόχρωμο σκληρό πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. peridotite < peridot (βλ. περίδοτο). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

  • περιδοτίτες — Οικογένεια εκρηξιγενών πετρωμάτων διείσδυσης· τα πετρώματα αυτά είναι τα πιο αλκαλικά· λείπει τελείως ο χαλαζίας και έχουν σχηματιστεί αποκλειστικά από σιδηρομαγνησιούχα υλικά. Το επικρατέστερο ορυκτό είναι ο ολιβίνης (που ονομάζεται και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”